διαϝειπάμενος,
A v. διεῖπον.
[Seite 577] ep. = διειπεῖν, Od. 4, 215.
διαειπέμεν: ἴδε ἐν λ. διεῖπον.
inf. épq. de διεῖπον.
see διεῖπον.