διαειπέμεν
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
διαϝειπάμενος, v. διεῖπον.
Spanish (DGE)
v. διαλέγω.
German (Pape)
[Seite 577] ep. = διειπεῖν, Od. 4, 215.
French (Bailly abrégé)
inf. épq. de διεῖπον.
Russian (Dvoretsky)
διαειπέμεν: эп. inf. к διεῖπον I.
Greek (Liddell-Scott)
διαειπέμεν: ἴδε ἐν λ. διεῖπον.
English (Autenrieth)
see διεῖπον.
Greek Monotonic
διαειπέμεν: Επικ. αντί δι-ειπεῖν, απαρ. αορ. βʹ του διεῖπον.