παρηόριος
English (LSJ)
η, ον, later form for sq., τὴν δὲ [νῆα] παρηορίην κόπτεν ῥόος drove it
A from side to side, A.R.4.943 ; = παρήορος 111, π. νόημα AP9.603 (Antip.).
η, ον, later form for sq., τὴν δὲ [νῆα] παρηορίην κόπτεν ῥόος drove it
A from side to side, A.R.4.943 ; = παρήορος 111, π. νόημα AP9.603 (Antip.).