ἡ,
A blow, wound, in pl., Il.5.887, A.R.3.848, etc.: sg., Nic.Th.129,673.
τῠπή: ἡ, κτύπημα, πληγή, ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Ε. 887, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 848, κλπ., Νικ. Θηρ. 129. 673.
ῆς (ἡ) :coup.Étymologie: τύπτω.
blow, stroke, pl., Il. 5.887†.