λόε
English (LSJ)
λοέσσας, λοεσσάμενος, λοέσσομαι,
A v. λούω. λοετρόν, λοετροχόος, v. λουτρ-. λοέω, v. λούω. λοιάδες· αἱ κόραιτῶν ὀφθαλμῶν, Theognost.Can.22; cf. λογάς (B). λοίαξ· ὁ ξηρὸς χόρτος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 61] ep. aor. zu λοέω, λούω, Od. 10, 361.
Greek (Liddell-Scott)
λόε: λοέσσας, λοεσσάμενος, λοέσσομαι, ἴδε ἐν λ. λούω.
French (Bailly abrégé)
v. λόω.
English (Autenrieth)
see λούω.