A v. ἐφανδάνω. ἐπιανέω· ἐπιτρέπω, Hsch.
[Seite 927] für ἐφανδάνω, w. m. s.
ἐπιανδάνω: ποητ. ἀντὶ ἐφανδάνω, ὃ ἴδε.
épq. c. ἐφανδάνω.
(ϝανδάνω): be pleasing or acceptable to, please.see ἐφανδάνω.