κατεπάλμενος

Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

κατέπ-αλτο,

   A v. καταπάλλομαι, κατεφάλλομαι.

German (Pape)

[Seite 1396] part. aor. II. zu κατεφάλλομαι, Il. 11, 94.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπάλμενος: ἴδε κατεφάλλομαι·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω.

French (Bailly abrégé)

v. κατεφάλλομαι.

English (Autenrieth)

see κατεφάλλομαι.