κατεπάλμενος

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεπάλμενος Medium diacritics: κατεπάλμενος Low diacritics: κατεπάλμενος Capitals: ΚΑΤΕΠΑΛΜΕΝΟΣ
Transliteration A: katepálmenos Transliteration B: katepalmenos Transliteration C: katepalmenos Beta Code: katepa/lmenos

English (LSJ)

κατέπ-αλτο, v. καταπάλλομαι, κατεφάλλομαι.

German (Pape)

[Seite 1396] part. aor. II. zu κατεφάλλομαι, Il. 11, 94.

French (Bailly abrégé)

v. κατεφάλλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεπάλμενος ep. ptc. aor. van κατεφάλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατεπάλμενος: эп. part. aor. 2 к κατεφάλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπάλμενος: ἴδε κατεφάλλομαι·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω.

English (Autenrieth)

see κατεφάλλομαι.

Greek Monotonic

κατεπάλμενος: βλ. κατ-εφάλλομαι· αλλά αντί κατέπαλτο, βλ. καταπάλλω.