Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οὖλε: χαιρετισμός, ἴδε οὔλω. - Καθ. Ἡσύχ.: «οὖλε· ὑγίαινε. ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ὑγιὲς γενόμενον ἕλκος οὐλὴν λέγουσι».
v. οὔλω.
(cf. οὖλο Od. 18.1): imp. (salve), hail! Od. 24.402†.