θησαίατο
German (Pape)
[Seite 1210] = θήσαιντο, für θηήσαιντο.
Greek (Liddell-Scott)
θησαίατο: θήσασθαι, ἴδε ἐν λ. θάω, θηλάζω.
English (Autenrieth)
see θάομα Od. 9.1.
[Seite 1210] = θήσαιντο, für θηήσαιντο.
θησαίατο: θήσασθαι, ἴδε ἐν λ. θάω, θηλάζω.
see θάομα Od. 9.1.