θησαίατο
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
German (Pape)
[Seite 1210] = θήσαιντο, für θηήσαιντο.
Russian (Dvoretsky)
θησαίατο: эп. (= θήσαιντο) 3 л. pl. aor. 1 opt. к θηέομαι (см. θεάομαι).
Greek (Liddell-Scott)
θησαίατο: θήσασθαι, ἴδε ἐν λ. θάω, θηλάζω.
English (Autenrieth)
see θάομα Od. 9.1.