θησαίατο

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

German (Pape)

[Seite 1210] = θήσαιντο, für θηήσαιντο.

Russian (Dvoretsky)

θησαίατο: эп. (= θήσαιντο) 3 л. pl. aor. 1 opt. к θηέομαι (см. θεάομαι).

Greek (Liddell-Scott)

θησαίατο: θήσασθαι, ἴδε ἐν λ. θάω, θηλάζω.

English (Autenrieth)

see θάομα Od. 9.1.