πλῆντο: γ΄ πληθ. Ἐπικ. ἀορ. παθ. τοῦ τε πίμπλημι καὶ τοῦ πελάζω.
3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de πίμπλημι.
see (1) πίμπλημι.—(2) πελάζω.