πίμπλημι

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίμπλημι Medium diacritics: πίμπλημι Low diacritics: πίμπλημι Capitals: ΠΙΜΠΛΗΜΙ
Transliteration A: pímplēmi Transliteration B: pimplēmi Transliteration C: pimplimi Beta Code: pi/mplhmi

English (LSJ)

in pres. and impf. formed
A like ἵστημι; Aeol. 3pl. πίμπλεισι Alc.Supp.25.3; Ep. 3sg. subj. πιμπλῇσι Hes.Op.301; imper. πίμπλη cj. in Xenarch.3, ἐμ-πίμπλη Ar.Av.1310; part. πιμπλάς Pl.R. 586b; but nom.pl.fem. πιμπλεῖσαι Hes.Th.880: impf. 3pl. ἐπίμπλασαν X.An.1.5.10: other tenses from πλήθω (which in pres. and impf. is intr.): fut. πλήσω E.Hipp.692, (ἀναπίμπλημι) Od.5.302: aor. ἔπλησα E.Med. 905, etc.; Ep. πλῆσα Il.13.60, al.: pf. πέπληκα (ἐμπίμπλημι) Pl.Ap.23e, Ly. 204d:—Med., fut. πλήσομαι (ἐμπίμπλημι) Arat.1121, App.Syr.7:aor. ἐπλησάμην Il.9.224, etc.:—Pass., fut. πλησθήσομαι Ev.Luc.1.15, Charito 5.5, Him.Or.23.14, (ἐμπίμπλημι) E.Hipp.664, Isoc.6.69; also πεπλήσομαι Porph. Abst.1.16: aor. ἐπλήσθην Il.20.156, etc.; Ep. 3pl. πλῆσθεν 17.211, Od.4.705: pf. πέπλησμαι Babr.60, (ἐμ-) Pl.R.518b, 3pl. πεπλήαται Semon.31 A, πέπληνται Hp.Flat.8; also shortened form πλῆνται Parm. 1.13: aor. 2 ἐπλήμην, Ep.3sg. and pl. πλῆτο, πλῆντο, Il.17.499, Od.8.57, Parm.12.1; ἐν-έπλητο Ar.V.911, 1304; imper. ἔμ-πλησο ib.603; opt. ἐμ-πλῄμην, -ῇτο, Id.Ach.236, Lys.235; part. ἐμ-πλήμενος Id.V. 424, 984, etc.—In the compd. ἐμπίμπλημι (q.v.; more freq. in Prose) the second μ is sometimes dropped, as ἐμπίπλημι; but returns with the augm., as in ἐνεπίμπλασαν; cf. πίμπρημι:—fill, c. gen.rei, fill full of... τράπεζαν ἀμβροσίης Od.5.93; πήρην σίτου καὶ κρειῶν 17.411; π. τινὰ μένεος, θάρσευς φρένας, Il.13.60, 17.573; καλάμης τὸ πλοῖον Hdt.1.194; π. κρητῆρα κακῶν A.Ag.1398; πίμπλημ' ὄμμα δακρύων S.El.906; δακρύων ἔπλησεν ἐμέ filled me full of tears, E.Or.368: c. dat. rei, fill with... ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς Il.16.374; δακρύοις Ἑλλάδ' ἅπασαν ἔπλησεν E.Or.1363 (lyr.); simply, fill, ἰχθύες… πιμπλᾶσι μυχούς Il.21.23, cf. 14.35, Hes.Op.411, Pl.Grg.494a; π. μέλος A.Fr.57.4: abs., πίμπλη σὺ μὲν ἐμοί (sc. τὴν κύλικα) Xenarch.3.
2 fill full, satisfy, glut, E.Cyc.146, etc.
3 fill, discharge an office, A.Ch.361 (dub.).
II Med., fill for oneself, or fill what is one's own, πλησάμενος οἴνοιο δέπας having filled himself a cup of wine, Il.9.224, cf. Od.14.112, etc.; π. νῆας load ships, ib.87; π.… θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος fill up, satiate one's desire with... 17.603; ματρόθεν δυσώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω S.OC528 (lyr.); πεδία πίμπλασθ' ἁρμάτων fill the plain full of your chariots, v.l. in E.Ph.522.
III Pass., to be filled, be full of, τῶν… ἐπλήσθη πεδίον Il.20.156; πλῆτο ῥόος… ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν 21.16; ὄσσε δακρυόφι πλῆσθεν Od.4.705, etc.; μένεος… φρένες… πίμπλαντο Il.1.104; πλῆσθεν… μέλε' ἐντὸς ἀλκῆς 17.211; ἀλκῆς πλῆτο φρένας… ib.499; ἀϋτῆς… ἐπλήσθη στέγος E.Heracl.646: rarely c. dat., λέκτρα δ' ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασι A.Pers.134 (lyr.); δάκρυσι τὸ στράτευμα πλησθέν Th.7.75.
2 to be filled, be satisfied, have enough of a thing, αἱμάτων γένυσιν πλησθῆναι S.Ant.121; π. τῆς νόσου ξυνουσίᾳ to be wearied of it by being with it, Id.Ph.520; ἡδονῶν Pl.R.442a, etc.
3 of females, become pregnant, Arist.HA576b29, 578b32. (Cf. Skt. piparti 'fill', pūrṇá-, Lat. plenus, Goth. fulls, etc. 'full'.)

German (Pape)

[Seite 616] fut. u. s. w. werden von πλήθω (s. unten, u. vgl. πλέος, πλήρης) gebildet, πλήσω, πέπλησμαι, ἐπλήσθην; aor. syncop. med. mit passiv. Bdtg ἐπλήμην, Hom. πλῆτο, πλῆντο, opt. πλῄμην oder πλείμην, Ar. Ach. 236, imperat. πλῆσο (wegen des Ausfalls des μ der Reduplication s. ἐμπίπλημι); – vollmachen, anfüllen; c. acc., ἰχθύες φεύγοντες πιμπλᾶσι μυχοὺς λιμένος, Il. 21, 23; gewöhnlich τί τινος, Etwas womit, z. B. τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα, nachdem sie den Tisch mit Ambrosia angefüllt hatte, Od. 5, 93; τάχα κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων, Il. 16, 72; ἀμφοτέρω πλῆσεν μένεος, Il. 13, 60, u. öfter in ähnlichen Verbindungen. – Im med. für sich füllen, πλησάμενος δ' οἴνοιο δέπας, Il. 9, 224, πλησάμενος δ' ἄρα θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Od. 17, 603. 19, 198, nachdem er seine Eßlust gestillt. sich an Speise und Trank gesättigt hatte; – pass., μένεος δὲ μέγα φρένες πίμπλαντο, Il. 1, 104, ὄσσε δ' ἄρα σφέων δακρυόφιν πίμπλαντο, Od. 20, 349, wie τὼ δέ οἱ ὄσσε δακρυόφιν πλῆσθεν, d. i. ἐπλήσθησαν, Il. 17, 696; u. eben so im aor. syncop., ἀλκῆς καὶ σθένεος πλῆτο φρένας, 17, 499, πλῆτο ῥόος ἐπιμὶξ ἀνδρῶν τε καὶ ἵππων, 21, 16, u. öfter. – Eben so Tragg. u. in Prosa: τοσῶνδε κρατῆρ' ἐν δόμοις κακῶν ὅδε πλήσας ἀραίων, Aesch. Ag. 1371; aber auch c. dat., λέκτρα δ' ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασιν, Pers. 131; χαρᾷ δὲ πίμπλημ' εὐθὺς ὄμμα δακρύων, Soph. El. 894 u. öfter; πρίν ποθ' ἁμετέρων αἱμάτων γένυσιν πλησθῆναι, sättigen, Ant. 121; u. im med., μητρόθεν δυσώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω; O. C. 532; πεδία πίμπλασθ' ἁρμάτων, Eur. Phoen. 525; οὐδὲ τὸ στέγον ἑαυτῶν πιμπλάντες, Plat. Rep. IX, 586 b; λήθης τε καὶ κακίας πλησθεῖσα, Phaedr. 248 c; Sp., χῶρος δίψης ἀεὶ πιμπλάμενος, Luc. Nigr. 16; Plut. u. A.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπίμπλην, f. πλήσω, ao. ἔπλησα, pf. inus.
Pass. ao. ἐπλήσθην, pf. πέπλησμαι;
1 remplir : πήρην σίτου OD une besace de provisions de bouche ; τινα μένεος IL qqn de courage ; φρένας θάρσευς IL l'âme de hardiesse ; Pass. être plein, rempli de;
2 remplir, couvrir, obstruer : μυχοὺς λιμένος IL le fond d'un lac;
3 fig. rassasier, combler : αἱμάτων πλησθῆναι SOPH être rassasié de sang;
Moy. πίμπλαμαι (ao. ἐπλησάμην);
1 remplir pour soi : δέπας οἴνοιο IL se remplir une coupe de vin ; νῆας OD équiper des navires pour soi;
2 rassasier : θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος OD ou abs. π. θυμόν OD rassasier son cœur de nourriture et de boisson;
NT: accomplir.
Étymologie: R. Πλα, remplir, avec redoubl. πι-μ-πλα- ; cf. πλήθω, lat. compleo, impleo, plenus, etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πίμπλημι [~ πλήρης, ~ πλέως] naast them. praes. πλήθω en πιμπλάνομαι; Aeol. praes. 3 plur. πίμπλεισιν, Ion. med. 3 plur. them. πιμπλῶνται, imperf. 3 plur. ἐπίμπλασαν, ep. med. 3 plur. πίμπλαντο, ep. conj. 3 plur. πιμπλῇσι, imperat. πίμπλη, them. πίμπλᾱ, ptc. πιμπλάς, f. plur. πιμπλεῖσαι; aor. ἔπλησα, med. ἐπλησάμην (met acc.), ook athem. ἐπλήμην (intrans.), ep. 3 sing. πλῆτο, plur. πλῆντο, ptc. πλήσας, med. πλησάμενος; aor. pass. ἐπλήσθην, ep. 3 plur. πλῆσθεν; perf. πέπληκα, med.-pass. πέπλησμαι, Ion. med.-pass. 3 plur. πέπληνται en πεπλήαται, zonder redupl. πλῆνται, plqperf. med.-pass. (ἐ)πεπλήσμην; fut. πλήσω, zelden med. πλήσομαι act. vullen (met): met gen..; τράπεζαν ἀμβροσίης de tafel met ambrozijn Od. 5.93; zelden met dat..; ἰαχῇ ὁδούς de wegen met geschreeuw Il. 16.374; ook med..; πλησάμενος δ’ οἴνοιο δέπας na zijn beker met wijn te hebben gevuld Il. 9.224; πλησάμενος θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος zijn buik met eten en drinken gevuld hebbend Od. 17.603; overdr.. ἀμφοτέρω... πλῆσεν μένεος hij vervulde hen beiden met strijdlust Il. 13.60. pass. zich vullen (met), vol raken (van): met gen..; πλῆντο... δόμοι ἀνδρῶν ἀγρομένων de kamers vulden zich met mannen die bijeenkwamen Od. 8.57; met dat..; τὼ δέ οἱ ὄσσε δακρυόφι πλῆσθεν zijn beide ogen vulden zich met tranen Il. 17.696; genoeg krijgen van:; ὅταν δὲ πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ wanneer jij genoeg hebt van de steeds aanwezige ziekte Soph. Ph. 520; in vervulling gaan:; πλησθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα dat alles wat is geschreven, in vervulling gaat NT Luc. 21.22; verlopen:. ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι de dagen liepen ten einde NT Luc. 1.23.

Russian (Dvoretsky)

πίμπλημι: (impf. ἐπίμπλην, fut. πλήσω, aor. ἔπλησα - эп. πλῆσα; pass.: aor. ἐπλήσθην, pf. πέπλησμαι) тж. med.
1 наполнять (πήρην σίτου καὶ κρειῶν Hom.; τὸ πλοῖον καλάμης Her.; σπόγγον ὄξους NT): π. μένεός τινα Hom. придать кому-л. силу; πλησάμενοι νῆας Hom. нагрузив свои корабли; δάκρυσι πλησθείς Thuc. весь в слезах; ὅταν δὲ πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ Soph. когда ты досыта наглядишься на болезнь (Филоктета); αἱμάτων τινὸς πλησθῆναι Soph. упиться чьей-л. кровью; πλησθῆναι (о самках) Arst. забеременеть;
2 med. (о времени) исполняться, оканчиваться (ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τῆς λειτουργίας NT) или наступать (ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν NT).

Greek (Liddell-Scott)

πίμπλημι: ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. σχηματίζεται ὡς τὸ ἵστημι· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. ὑποτ. πίμπλῃσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 299· προστ. πίμπλα Ξέναρχος ἐν «Διδύμοις» 2, ἐμπίπλη Ἀριστοφ. Ὄρν. 1310· ― παρατ. γ΄ πληθ. ἐπίμπλασαν Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· ― οἱ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ πλήθω (ὅπερ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. εἶναι ἀμετάβ., ἴδε ἐν λ.): μέλλ. πλήσω Εὐρ. Ἱππ. 691, (ἀνα-) Ὅμ.· ― ἀόρ. ἔπλησα Εὐρ., κλ.· Ἐπικ. πλῆσα Ὅμ.· ― πρκμ. πέπληκα (ἐμ-) Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, Λυσίας 204C· ― Μέσ., μέλλ. πλήσομαι (ἐμ-) Ἀππ., Ἄρατ.· ― ἀόρ. ἐπλησάμην Ὅμ., Ἀττ. ― Παθητ., μέλλ. πλησθήσομαι Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 311, (ἐμ-) Εὐρ., κλ.· ὡσαύτως πεπλήσομαι Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 16· ― ἀόρ. ἐπλήσθην Ὅμ., Ἀττ.· Ἐπικ. γ΄ πληθ. πλῆσθεν Ὀδ. Δ. 705, Ἰλ. Ρ. 211· ― πρκμ. πέπλησμαι Βάβρ. 60, (ἐμ-) Πλάτ. Πολ. 518Β, γ΄ πληθ. πέπληνται Ἱππ. 298. 33 (κοινῶς: πεπλήρωνται)· ― πλὴν τῶν χρόνων τούτων ὑπῆρχε ποιητ. ἀόρ. β΄ μετὰ τύπου ὑπερσυντ. ἐπλήμην, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. πλῆτο, πλῆντο Ὅμ.· ἐνέπλητο Ἀριστοφ. Σφ. 911, 1304· προστ. ἔμπλησο αὐτόθι 603· εὐκτ. ἐμπλῄμην, -ῇτο ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 236, Λυσ. 235 μετοχ. ἐμπλήμενος ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 424, 984, κτλ. ― Ἐν τῷ συνθέτ. ἐμπίμπλημι (ὅπερ εἶναι συνηθέστερον ἐν πεζῷ λόγῳ), τὸ δεύτερον μ ἐκπίπτει, οἷον ἐμπίπλημι· ἀλλ’ ἐπανέρχεται μετὰ τῆς αὐξήσεως, οἷον ἐνεπίμπλασαν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 95, πρβλ. πίμπρημι· ὁ Αἰσχύλ. ἔχει πῐπλάντων χάριν τοῦ μέτρου, Χο. 360. ― Παράλληλ. ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ. τύποι: γ΄ ἑνικ. παθ. πιμπλάνεται Ἰλ. Ι. 679· μετοχ. πιμπλῶν (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος πιμπλέω) Ἱππ. 1199F· Ἰωνικ. θηλ. μετοχ. πληθ. πιμπλεῦσαι Ἡσ. Θ. 880· γ΄ ἑνικ. παρατατ. ἐνεπιμπλέετο Ἡρόδ. 3. 108. ― Ἐν Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 291, ἀντὶ ἔπιπλον ἀλωὴν (ὡς ἐκ ῥήματος πίπλω) ἔπιτνον ἤδη ἐκ διορθώσεως φέρεται. (Ἐκ τῆς √ΠΛΑ˘, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἀπαρ. πιμπλάναι· πρβλ. πλήθω, πλέως, πλῆθος, πλήρης· πρβλ. ὡσαύτως πολύς, πλείων, πλεῖστος, πλοῦτος· Σανσκριτ. prî, pi-par-mi, pri-nami (compleo), prâ-nas, pûrnas (plenus)· Λατ. ple-o (ἐν συνθέσει), ple-nus, ple-bes, pop-ulus· Σλαυ. plu-nu (plenus), plu-ku (populus)· Λιθ. pil-ti (implere· Γοτθ. full-s (πλήρης), full-o (πλήρωμα)· Ἀγγλο-Σαξον. full, fol-c· Ἀρχ. Γερμ. fol, fol-c, κτλ.). Πληρῶ, γεμίζω· μετὰ γεν. πράγματ., πληρῶ, γεμίζω μέ τι, τράπεζαν ἀμβροσίης Ὀδ. Ε. 93· πήρην σίτου καὶ κρειῶν Ρ. 411· π. τινὰ μένεος, φρένας θάρσους, Ἰλ. Ν. 60, Ρ. 573· οὕτω παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφεῦσι, π. τὸ πλοῖον καλάμης Ἡρόδ. 1. 194· π. κρητῆρα κακῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1397· πίμπλημ’ ὄμμα δακρύων Σοφ. Ἠλ. 906· δακρύων ἔπλησεν ἐμέ, μὲ ἐνέπλησε δακρ., Εὐρ. Ὀρ. 368· ― ὡσαύτως μετὰ δοτ. πράγματος (πρβλ. σάττω ΙΙ), γεμίζω μέ τι, δακρύοισιν Ἑλλάδα ἔπλησεν αὐτόθι 1363· πέμφιγι πλήσας ὄψιν Σοφ. Ἀποσπ. 483 (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2)· ― ἐν Ἰλ. Π. 374, ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς, ἰαχῇ καὶ φόβῳ εἶναι πιθαν. δοτικ. τρόπου: ― ἁπλῶς, γεμίζω, ἰχθύες... πιμπλᾶσι μυχοὺς Φ. 23, πρβλ. Ξ. 35, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 409, Πλάτ. Γοργ. 494Α· π. μέλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ― πίμπλα σὺ μὲν ἐμοὶ (δηλ. τὴν κύλικα) Ξέναρχος ἐν «Διδύμοις» 2. 2) πληρῶ ἐντελῶς, γεμίζω, ἱκανοποιῶ, χορταίνω, Εὐρ. Κύκλ. 146, κτλ. 3) πληρῶ θέσιν τινά, κατέχω ἀξίωμα, Αἰσχύλ. Χο. 370 (ἀλλὰ τὸ χωρίον φαίνεται ὅτι εἶναι ἐφθαρμένον). ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἀορ., γεμίζω δι’ ἐμαυτόν, ἢ γεμίζω τι ἀνῆκον εἰς ἐμέ, πλήσασθαι δέπας οἴνοιο Ἰλ. Ι. 224, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 112· πλησάμενοι δέ τε νῆας ἔβαν, φορτώσαντες τὰ πλοῖα ἀπῆλθον, Ὀδ. Ξ. 87· θυμὸν πλήσασθαι... ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Λατ. animum explere, P. 603· μητρόθεν δυσώνυμα λέκτρ’ ἐπλήσω Σοφ. Ο. Κ. 528· πεδία πίμπλασθ’ ἁρμάτων Εὐρ. Φοίν. 522, κτλ. ΙΙΙ. Παθ., πληροῦμαι, τῶν δ’ ἅπαν ἐπλήσθη πεδίον Ἰλ. Υ. 156· πλῆτο ῥόος... ἀνδρῶν τε καὶ ἵππων Φ. 16· ὄσσε δακρυόφιν πλῆσθεν Ὀδ. Δ. 705, κτλ.· μένεος... φρένες... πίμπλαντο Ἰλ. Α. 104· πλῆσθεν… μέλε· ἐντὸς ἀλκῆς Ρ. 211· ὡσαύτως, ἀλκῆς πλῆτο φρένας... αὐτόθι 499· οὕτω παρὰ Τραγικ., κλ. 2) πληροῦμαι ἔκ τινος πράγματος, χορταίνω, γένυσι πλησθῆναι αἱμάτων Σοφ. Ἀντ. 121· πλ. τῆς νόσου συνουσίᾳ, βαρύνομαι τὴν νόσον ὡς ἔχων αὐτὴν ἐπὶ πολύ, ἢ ἴσως ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀναπίμπλημι ΙΙ. 2), ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 520· ἡδονῶν Πλάτ. Πολ. 442Α, κτλ.· ― σπανίως μετὰ δοτ., λέκτρα δ’ ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασι Αἰσχύλ. Πέρσ. 134· δάκρυσι τὸ στράτευμα πλησθὲν Θουκ. 7. 75· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. 3) ἐπὶ τῶν θηλέων, γίνομαι ἔγκυος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 15., 29. 6.

English (Autenrieth)

3 pl. πιμπλᾶσι, aor. πλῆσε, opt. πλήσειαν, part. πλήσᾶσα, mid. ipf. πίμπλαντο, aor. opt. 3 pl. πλησαίατο, aor. 2 πλῆτο, -ντο, pass. aor. 3 pl. πλῆσθεν: make full, fill, τινά (τὶ) τινος, less often τινί, Il. 16.374; mid. (aor. 1), fill for oneself, δέπας οἴνοιο, Il. 9.224; fig., θῦμόν, satisfy, Od. 17.603; pass. and aor. 2 mid., be filled, get full, fill up, Il. 1.104, Od. 8.57.

English (Slater)

πίμπλημι fill τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους (i. e. impf., Naber: ἐπίμπλων codd. Plutarchi: ἐπίμπλεν Wil.: δὲ πίμπλων Page) *fr. 104b. 3.* πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι τε πλῆσθεν ἅπαντες *fr. 104b. 5.*

Spanish

llenar

Greek Monolingual

και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ
1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ.
β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ' ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.)
2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνωοὗτος μὲν οὐδ' αν τήν γνάθον πλήσειέ μου», Ευρ.)
αρχ.
1. παθ. πίμπλαμαι
πληρούμαι, γεμίζω («ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ)
2. (για θηλ. ζώα) μένω έγκυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πί-μ-πλη-μι με ενεστ. διπλασιασμό πι- και έρρινο ένθημα -μ- (πρβλ. πί-μ-πρημι) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα plē- / pelә1- / pel- «πληρώ, γεμίζω» και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. prnāti, αβεστ. ham-pā-frāi-ti και τα λατ. pleο / plenus. Ο θεματ. αόρ. του ρ. πλῆτο—που πρέπει να διακριθεί από τον αόρ. πλήτο (< plā-) του πελάζω— συνδέεται με τον αντίστοιχο αρχ. ινδ. a-prāt, ενώ ο σιγματικός αόρ. -πλησ-ε με τον αρχ. ινδ. a-prās. Ο αιολ. τ. του γ' πληθ. πίμπλεισι και ο ιων. τ. μτχ. θηλ. πιμπλεῖσαι ανάγονται είτε σε θ. plē είτε σε θ. plә1-. Οι τ. της μέσης φωνής με βραχύ -α-, πίμπλαμαι, πίμπλαμεν αποτελούν ελληνική καινοτομία. Το -σ- στον σχηματισμό του παθ. αορ. -πλή-σ-θην (πρβλ. ἐμνήσθην) οφείλεται σε αναλογική επέκταση από παθ. αορ. που είχαν στο θ. -σ- (πρβλ. ζώννυμι: ἐζώσθην). Σε αναλογική επέκταση οφείλεται και το -σ- του παθ. παρακμ. πέπλησμαι. Οι ενεστ. τ. πιμπλάω και πιμπλέω αποτελούν θεματικές συνηρημένες μορφές του πίμπλημι, ενώ ο ενεστ. πίπλω θεματική μορφή χωρίς έρρινο ένθημα. Από το ρ. πίμπλημι παράγονται τα επίθ. πλέως και πλήρης, όπως και ο ενεστ. πλήθω και το ουσ. πλήθος. Στην ίδια ρίζα, τέλος, ανάγονται τα: πλείων, πλήμνη και πολύς].
Σύνθετα: ἀναπίμπλημι, ἀποπίμπλημι, διαπίμπλημι, ἐκπίμπλημι, ἐμπίμπλημι, ἐπιπίμπλημι, καταπίμπλημι, παραπίμπλημι, περιπίμπλαμαι, ὑπερπίμπλημι, ὑποπίμπλημι.

Greek Monotonic

πίμπλημι: στον ενεστ. και παρατ. σχηματίζεται όπως το ἵστημι· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. πίμπλῃσι· προστ. πίμπλα ή πίπλη, παρατ. γʹ πληθ. ἐπίμπλασαν· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από το πλήθω (το οποιο στον ενεστ. και παρατ. είναι αμτβ., βλ. πλήθω)· μέλ. πλήσω, αόρ. αʹ ἔπλησα, Επικ. πλῆσα· παρακ. πέπληκα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐπλησάμην, Παθ. μέλ. πλησθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπλήσθην, Επικ. γʹ πληθ. πλῆσθεν· παρακ. πέπλησμαι· εκτός από αυτούς τους χρόνους, υπήρχε και ποιητ. αόρ. βʹ ἐπλήμην, Επικ. γʹ ενικ. και πληθ. πλῆτο, πλῆντο· πρβλ. ἐμπίπλημι (από √ΠΛΕ ή ΠΛΑ).
I. 1. γεμίζω εντελώς με κάτι, με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., γεμίζω από κάτι, σε Ευρ.· απόλ., συμπληρώνω, γεμίζω, συμπληρώνω, συμπληρώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
2. πληρώ θέση, κατέχω αξίωμα, σε Αισχύλ.
II. Μέσ., γεμίζω για τον εαυτό μου ή για ό,τι ανήκει σε μένα, πλήσασθαι δέπας οἴνοιο, γεμίζω για τον εαυτό μου ένα ποτήρι κρασί, σε Ομήρ. Ιλ.· πλήσασθαι νῆας, φόρτωσαν τα πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· θυμὸν πλήσασθαι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, παραχορταίνω, υπερκαλύπτω την επιθυμία κάποιου για φαγητό και ποτό, στο ίδ.· πεδία πίμπλασθ' ἁρμάτων, η πεδιάδα είναι εντελώς γεμάτη με τα άρματά σας, σε Ευρ.
III. 1. Παθ., πληρούμαι, γίνομαι ή είμαι γεμάτος από, με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.
2. έχω αρκετό από κάποιο πράγμα, πλησθῆναι αἱμάτων, σε Σοφ.· ἡδονῶν, σε Πλάτ.· σπανίως με δοτ., δάκρυσι πλησθείς, σε Θουκ.

Frisk Etymological English

-αμαι
Grammatical information: v.
Meaning: to fill, to make full, intr. to fill oneself, to become or be full (Il.).
Other forms: -άνεται 3. sg. (I 679), rare -άω, -έω (Hp.), also πλήθω (intr., late also tr.; ep. poet. Il.). Aor. πλῆ-σαι, -σασθαι, -σθῆναι, (Il.), intr. πλῆ-το, -ντο (ep.), ἐν-έπλητο etc. (Att.), fut. πλή-σω, -σομαι (Od.), -σθήσομαι (Att.), perf. midd. πέπλησμαι (IA.), act. πέπληκα (Att.), intr. πέπληθα (poet.).
Compounds: Very often w. prefix, e.g. ἀνα-(συν-ανα-, προσ-ανα- a.o.), ἐν- (ἀντ-εν-, παρ-εν- a.o.). As 1. member in some governing compp., e.g. πλησίστιος filling the sail (Od., E.), with full sails (Ph., Plu.).
Derivatives: 1. πλέως (also w. ἐν-, ἀνα-, ἐκ- a.o. to ἐμ-πίμπλημι etc.), Ion. πλέος, ep. πλεῖος = *πλῆος, ntr. πλέον full (Il.). On the comp. πλείων with sup. πλεῖστος s. esp. -- 2. πλή-μη f. high tide, flood (Plb., Str. a.o.), -σμη f. id. (Hes. Fr. 217), -μα πλήρωμα H., -σμα n. fertilisation (Arist.); -σμιος saturating, causing tedium (Epicur., medic.); -σμονή f. fullness, congestion, (over)saturation (IA.; Schwyzer 524, Chantraine Form. 207) with -σμονώδης (Hp., Gal.), -σμονικός (Pythag. Ep.) (over)saturating. On πλήμνη s. v. -- 3. πλή-ρης full (IA.); as 1. member e.g. πληρο-φορέω fulfill (Ctes., LXX, NT, pap.); πληρό-της f. fullness (Plu.), πληρ-όω, very often w. prefix, e.g. ἀνα-, ἐκ-, ἀπο-, συν-, to make full, to (ful)fill, to finish, to pay fully (IA.) with -ωμα (ἀνα-, συν- a.o.) n. filling, filling piece, full number, full payment, (full) crew (IA.), -ωσις (ἀνα-, ἐκ- u.a.) f. accomplishment, complement, satisfaction (IA.; Holt Les noms d'action en -σις 128), -ωτής (ἐκ-, ἀπο-) m. finisher, executor, collector (Att.), -ωτικός (ἀνα-, συν- a.o.) fulfilling, completing (Epicur., medic. a. o.). -- 4. πλῆ-θος n. fulness, mass (of people), herd (Il., Dor., Arc.); often as 2. member, e.g. παμ-πληθής consisting of a whole mass, very numerous (Att.); -θα f. id. (Locr., Boeot.); -θύς, -θύος f. id. (Ion. Cret. Locr. hell.; Bechtel Dial. 2, 791f., also Ruijgh L'élém. ach. 110 against Leumann Hom. Wörter 294 f.) with -θύω to be full, to become full, increase, -θύνομαι, -θύνω to belong to the mass, to agree with it, to augment oneself; to make full, to augment (A., Arist., LXX, NT); from it -θυσμός m. increase (Procl., Simp.), -θυντικός plural (Gramm. a.o.); 5. πληθ-ώρα, Ion. f. fulness, rnedic. plethora, full-blooded (Ion. hell.; on the secondary barytonesis Wackernagel-Debrunner Phil. 95, 181 f.) with -ωριάω suffer from p.. -ωρικός plethoric (Gal.), -ωρέω to be full (Suid.).
Origin: IE [Indo-European] [799] *pleh₁- fill
Etymology: The sigmatic aorist 3. sg. ἔ-πλησ-ε is (except for the ) identical with Skt. á-prās: IE *é-pleh₁s-t; with 1. pl. pres. πίμ-πλα-μεν agrees also, setting aside the secondary nasalisation of the present, Skt. pi-pr̥-más: IE *pi-pl̥-mé(s). Also 3. sg. πίμ-πλη-σι has a non-Gr. agreement, in Av. ham-pā-frāi-ti fills up over against Skt. pí-par-ti from IE *pi-pel-ti. Both in Greek and in Iran. came in sing. the langvocalic full grade plē- after other forms (e.g. the aor. *é-plēs-) for the prob. older Skt. pí-par-ti. After the pattern of τίθημι: τίθεμεν one made sometimes forms like ptc. pl. f. πιμπλεῖσαι (Hes.: τιθεῖσαι). With πέ-πλη-θ-α cf. still Skt. pa-prā́(u) (on θ below). -- The r-suffix in πλή-ρης (for older *πλη-ρο-ς? Schwyzer 513) is both in Arm. li-r fullness (from *plē-r-i-) and in Lat. plē-rus for the greater part, plērī-que most (s. W.-Hofmann s. v.) attested. Also πλέως from *πλῆος (= Hom. πλεῖος), *πλη-(ι)ος can be equated with Arm. li full (better then li from *plē-tos = Lat. -plētus a.o.). The m-suffix in πλή-μη, -μα seems also in Lat. plēminābantur replēbantur (Gloss.; from *plēmen = πλῆμα) to be represented. -- Like πλῆ-θος: πλή-θω, πέ-πλη-θα also βρῖ-θος: βρί-θω: βέ-βρι-θα (s. v. and Schwyzer 511 a. 703); with πλῆθος, -θύς (on which Schwyzer 463f. and Frisk Eranos 43, 221) one compares Lat. plēbēs from IE *plēdhu̯ēs (cf. W.-Hofmann s. v.); well-argued doubts in Ernout-Meillet s. v. -- Further details w. rich lit. in WP. 2, 63f., Pok. 799f., W.-Hofmann s. pleō, Mayrhofer s. píparti1; older lit. also in Bq. On the Greek form still Schwyzer 689. -- Cf. πολύς, πλείων, πλήμνη.

Middle Liddell

ἐμπίπλημι [From Root πλε or πλα] [in pres. and impf. formed like ἵστημι other tenses formed from]
I. to fill full of a thing, c. gen., Hom., etc.: c. dat. to fill with a thing, Eur.:—absol. to fill up, to fill, Il., Attic
2. to fill, discharge an office, Aesch.
II. Mid. to fill for oneself, or what is one's own, πλήσασθαι δέπας οἴνοιο to fill oneself a cup of wine, Il.; πλ. νῆας to get ships laden, Od.; θυμὸν πλήσασθαι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος to satiate one's desire with meat and drink, Od.; πεδία πίμπλασθ' ἁρμάτων fill the plain full of your chariots, Eur.
III. Pass. to be filled, become or be full of, c. gen., Hom., etc.
2. to have enough of a thing, πλησθῆναι αἱμάτων Soph.; ἡδονῶν Plat.; —rarely c. dat., δάκρυσι πλησθείς Thuc.

Frisk Etymology German

πίμπλημι: -αμαι (seit Il.),
{pímplēmi}
Forms: -άνεται 3. sg. (I 679), selten -άω, -έω (Hp. u.a.), auch πλήθω (intr., sp. auch tr.; vorw. ep. poet. seit Il.). Aor. πλῆσαι, -σασθαι, -σθῆναι, (seit Il.), intr. πλῆτο, -ντο (ep.), ἐνέπλητο usw. (att.), Fut. πλήσω, -σομαι (seit Od.), -σθήσομαι (att.), Perf. Med. πέπλησμαι (ion. att.), Akt. πέπληκα (att.), intr. πέπληθα (poet.);
Grammar: v.
Meaning: füllen, vollmachen, intr. ‘sich füllen, voll werden od. sein’.
Composita: sehr oft m. Präfix, z.B. ἀνα-(συνανα-, προσανα- u.a.), ἐν- (ἀντεν-, παρεν- u.a.), Als Vorderglied in einigen verbalen Rektionskompp., z.B. πλησίτιος die Segel füllend (Od., E. in lyr.), mit vollen Segeln (Ph., Plu.).
Derivative: Ableitungen: 1. πλέως (auch m. ἐν-, ἀνα-, ἐκ-u.a. zu ἐμπίμπλημι usw.), ion. πλέος, ep. πλεῖος = *πλῆος, ntr. πλέον voll (seit Il.). Zum Komp. πλείων mit Sup. πλεῖστος s. bes. — 2. πλήμη f. Hochwasser, Flut (Plb., Str. u.a.), -σμη f. ib. (Hes. Fr. 217), -μα· πλήρωμα H., -σμα n. Befruchtung (Arist.); -σμιος sättigend, Überdruß erregend (Epikur., Mediz. u.a.); -σμονή f. ‘Fülle, Überfüllung, (Über)-sättigung’ (ion. att.; Schwyzer 524, Chantraine Form. 207) mit -σμονώδης (Hp., Gal.), -σμονικός (Pythag. Ep.) ‘(über)-sättigend'. Zu πλήμνη s. bes. — 3. πλήρης voll (ion. att. usw.); als Vorderglied z.B. πληροφορέω erfüllen (Ktes., LXX, NT, Pap.); davon πληρότης f. Vollheit (Plu. u.a.), πληρόω, sehr oft m. Präfix, z.B. ἀνα-, ἐκ-, ἀπο-, συν-, ‘voll machen, (er)füllen, vollenden, voll bezahlen’ (ion. att. usw.) mit -ωμα (ἀνα-, συν- u.a.) n. ‘Füllung, Füllstück, Vollzahl, volle Bezahlung, (volle) Bemannung’ (ion. att.), -ωσις (ἀνα-, ἐκ- u.a.) f. Erfüllung, Vervollständigung, Befriedigung (ion. att.; Holt Les noms d'action en -σις 128), -ωτής (ἐκ-, ἀπο-) m. Vollender, Vollstrecker, Einsammler (att. usw.), -ωτικός (ἀνα-, συν- u.a.) erfüllend, vollendend (Epikur., Mediz. u. a.). — 4. πλῆθος n. ‘Fülle, (Volks)menge, Haufe’ (seit Il., dor., ark.); oft als Hinterglied, z.B. παμπληθής aus einer ganzen Menge bestehend, sehr zahlreich (att.); -θα f. ib. (lokr., böot.); -θύ̄ς, -θύος f. ib. (ion. kret. lokr. hell. usw.; Bechtel Diab. 2, 791f., auch Ruijgh L’élém. ach. 110 gegen Leumann Hom. Wörter 294 f.) mit -θύω voll sein, voll werden, zunehmen, -θύνομαι, -θύνω ‘der Menge angehören, ihr zustimmen, sich verrnehren; voll machen, vermehren’ (A., Arist., LXX, NT u.a.); davon -θυσμός m. Vermehrung (Prokl., Simp. u.a.), -θυντικός pluralisch (Gramm. u.a.); 5. πληθώρα, ion. -η f. Fülle, rnediz. Plethora, Vollblütigkeit (ion. hell.; zur sekundären Barytonese Wackernagel-Debrunner Phil. 95, 181 f.) mit -ωριάω ‘an P. leiden’. -ωρικός plethorisoh (Gal.), -ωρέω voll sein (Suid.).
Etymology: Der sigmatische Aorist 3. sg. ἔπλησε ist (bis auf das hinzugefügte -ε) mit aind. á-prās identisch: idg. *é-plēs-t; zur 1. pl. Präs. πίμπλαμεν stimmt ebenfalls, von der sekundären Nasalierung des Präsens abgesehen, aind. pi-pr̥-más: idg. *pi-pl̥-(s). Auch 3. sg. πίμπλησι hat ein außergr. Gegenstück, u. zw. in aw. ham--frāi-ti füllt an gegenüber aind. -par-ti aus idg. *pi-pel-ti. Sowohl im Griech. wie im Iran. trat im Sing. die langvokalische Hochstufe plē- nach anderen Formen (z.B. dem Aor. *é-plēs-) für das wohl ältere aind. -par-ti ein. Nach Muster von τίθημι: τίθεμεν bildete man gelegentlich Formen wie Ptz. pl. f. πιμπλεῖσαι (Hes.: τιθεῖσαι). Zu πέπληθ-α vgl. noch aind. pa-prā́[u] (zu θ unten). — Das r-Suffix in πλήρης (für älteres *πληρος? Schwyzer 513) ist sowohl in arm. li-r Fülle (aus *plē-r-i-) wie in lat. plē-rus zum größten Teil, plērī-que die meisten (s. W.-Hofmann s. v.) zu belegen. Auch πλέως aus *πλῆος (= hom. πλεῖος), *πλη-(ι)ος läßt sich mit arm. li voll gleichsetzen (bessert als li aus *plē-tos = lat. -plētus u.a.). Das m-Suffix in πλήμη. -μα scheint auch in lat. plēminābantur· replēbantur (Gloss.; von *plēmen = πλῆμα) vertreten zu sein. — Wie πλῆθος: πλήθω, πέπληθα auch βρῖθος: βρίθω: βέβριθα (s. d. und Schwyzer 511 u. 703); mit πλῆθος, -θύ̄ς (worüber Schwyzer 463f. und Frisk Eranos 43, 221) wird lat. plēbēs aus idg. *plēdhu̯ēs verglichen (vgl. W.-Hofmann s. v.); wohlbegründeter Zweifel bei Ernout-Meillet s. v. — Weitere Einzelheiten m. reicher Lit. bei WP. 2, 63f., Pok. 799f., W.-Hofmann s. pleō, Mayrhofer s. píparti1; ältere Lit. auch bei Bq. Zu den griech. Formen noch Schwyzer 689. — Vgl. πολύς, πλείων, πλήμνη.
Page 2,537-538

Chinese

原文音譯:pl»qw 普累拖
詞類次數:動詞(24)
原文字根:充滿 相當於: (מָלֵא‎ / מָלָה‎) (רָעַף‎) (שָׂבַע‎)
字義溯源:充滿*,滿足,滿,裝滿,蘸滿,已滿,滿了,到了,完成
同源字:1) (πλῆθος)完全 2) (πληθύνω)增多 3) (πίμπλημι)充滿
出現次數:總共(23);太(2);路(12);徒(9)
譯字彙編
1) 被⋯充滿(5) 路1:15; 路1:41; 徒4:8; 徒9:17; 徒13:9;
2) 滿了(4) 太22:10; 路2:21; 路2:22; 路5:26;
3) 充滿了(3) 路4:28; 徒3:10; 徒19:29;
4) 到了(2) 路1:57; 路2:6;
5) 他們⋯充滿(2) 徒2:4; 徒4:31;
6) 被⋯充滿了(1) 路1:67;
7) 就充滿了(1) 徒13:45;
8) 裝滿了(1) 路5:7;
9) 蘸滿(1) 太27:48;
10) 已滿(1) 路1:23;
11) 充滿(1) 路6:11;
12) 他們充滿了(1) 徒5:17

Mantoulidis Etymological

(=γεμίζω). Θέματα: α) ἰσχυρό: πλημέ ἐνεστ. ἀναδιπλ. πικαί εὐφωνικό μ → πί-μ-πλημι (παρατ.: ἐνεπίμπλην, μελλ. πλήσω, ἀόρ.: ἔπλησα), β) ἀσθενές: πλᾰ-, γ) πλεμέ μετάπτωση, δ) μέ μετάθεση καί ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο πολκαί ε) πληθ. ἀπό ὅπου ὁ παθ. μέλλ. (πλησθήσομαι) καί παθ. ἀόρ. (ἐπλήσθην).
Παράγωγα: πλῆθος, πληθυντικός, πληθύνω, πληθύς (-ύος), πληθυσμός, πληθύω (=εἶμαι γεμάτος ἀπό κάτι), πλήθω (=εἶμαι γεμάτος), πληθώρη, πληθωρικός, πλημμυρίς, πλημμυρῶ, πλήρης (=γεμάτος), πληρῶ, πλήρωμα, πλήρωσις, πληρωτέον, πληρωτής, πληρούντως (=ἐντελῶς), ἀπλήρωτος (=ἀχόρταγος), πλῆσμα, πλήσμη, πλησμονή (=χορτασμός), ἄπληστος, ἐμπληστέος, πλέθρον (=ἔκταση γεμάτη), πλέως -α-ων (=γεμάτος), (ἀνά, ἔμ, σύμ)πλεως, ἄπλετος (=αὐτός πού ξεπερνᾶ τό μέτρο), ἀπέλεθρος (=ἀμέτρητος), πολύς, πλείων, πλεῖστος, πλοῦτος, πλουτῶ, πλούσιος, πλουτίζω, πλουτηρός, Πλούτων, πλεονάζω, πληροφορῶ, πλησίστιος (=μέ φουσκωμένα τά πανιά).

Léxico de magia

llenar una lámpara λαβὼν ἀμίλτωτον λύχνον ἄγραφον ἐλλυχνιάσας πλῆσον κεδρίᾳ toma una lámpara no pintada de rojo ni grabada, ponle una mecha y llénala con aceite de cedro P XII 132 un cuenco πλησάτω ταύτην ὕδατος que lo llene de agua P LXII 48

Lexicon Thucydideum

impleri, to be filled, 7.75.4.

Translations

fill

Arabic: مَلَأَ‎; Egyptian Arabic: ملى‎; Moroccan Arabic: عمّر‎; Armenian: լցնել; Aromanian: umplu; Azerbaijani: doldurmaq; Bengali: ভরা; Bulgarian: пълня; Burmese: ဖြည့်; Catalan: emplenar; Cherokee: ᎠᎧᎵᎢᎭ; Chinese Mandarin: 裝滿, 装满, 填滿, 填满; Cimbrian: büllan; Dalmatian: emplar; Dutch: opvullen, aanvullen; Esperanto: plenigi; Finnish: täyttää; French: remplir; Friulian: jemplâ, implenâ; Galician: encher; German: füllen; Gothic: 𐍆𐌿𐌻𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: γεμίζω; Ancient Greek: πίμπλημι, πληρόω, μεστόω; Guaraní: myenyhẽ; Hebrew: מלא‎; Hungarian: megtölt; Irish: líon; Italian: imbottire, riempire; Japanese: 満たす, 一杯にする; Khmer: បំពេញ; Korean: 채우다; Ladino: inchir, yenar; Latin: pleo; Lithuanian: pìldyti; Malayalam: നിറയ്ക്കുക; Maori: whakakī; Middle English: fillen; Occitan: emplenar; Polish: napełniać, napełnić, wypełniać, wypełnić; Portuguese: encher; Quechua: hunt'achiy, hunt'ay; Romanian: a umple, împlini; Romansch: emplenir, amplanir, amplaneir, implir, stuppar; Russian: заполнять, заполнить, наполнять, наполнить; Scottish Gaelic: sàsaich; Serbo-Croatian: pȕniti; Sicilian: jìnchiri, ìnchiri, ìnciri; Slovak: naplniť, napĺňať, vyplniť, vypĺňať; Sorbian Lower Sorbian: połniś; Spanish: llenar; Swedish: fylla; Thai: ทำให้เต็ม; Ugaritic: 𐎎𐎍𐎀; Venetian: inpir, inpinir, inpienir; Volapük: fulükön; Walloon: rimpli, rapleni; Welsh: llenwi