Ἰάονες

Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

[ῐᾱ], οἱ,= Ἴωνες, Ionians, Il.13.685, h.Ap.147, etc.; in the mouth of a Persian

   A = Ἕλληνες, A.Pers.178, 563(lyr.): sg., Ἰάων rare, Theoc.16.57:—fem. Ἰαονίς, ίδος, Νύμφαισιν Ἰαονίδεσσιν Nic.Fr. 74.8: Ἰαονίηθε, from Ionia, ib.2: Ἰαόνιος, α, ον, Greek, A.Supp.69 (lyr.), Pers.899(lyr., Herm. for Ἰόνιον); Athenian, Orac. ap. Plu.Sol. 10.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰάονες: οἱ, ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ Ἴωνες, εἰς οὓς περιλαμβάνονται κατὰ τὸν Ὅμ. (Ἰλ. Ν. 685, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 147) οἱ κάτοικοι τῆς Ἀττικῆς καὶ τῶν Μεγάρων· ἴδε Heyne εἰς Ἰλ. τ. 6. σ. 287: - ἐν τῇ Περσικῇ γλώσσῃ ἦτο = τῷ Ἕλληνες, Αἰσχύλ. Πέρσ. 178. 583· οὕτω καὶ σήμερον οἱ Τοῦρκοι καλοῦσι τοὺς Ἕλληνας Γιουνάν: - ὁ ἑνικ. Ἰάων εἶναι σπάν., Θεόκρ. 16. 57, πρβλ. Ἰαοναῦ: θηλ. Ἰαονίς, ίδος, Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683Β· Ἰαονία, ἡ, Ἰωνία, αὐτόθι Α. G. - Ἰαόνιος, α, ον, Ἑλληνικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ.?69, Πέρσ. 899 (κατὰ τὸν Ἔρμανν. ἀντὶ Ἰόνιον)· Ἀθηναῖος, Χρησμ. παρὰ Πλουτ. ἐν Σόλωνι 10. Ἰᾱ΄ονες· - ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 949 ὑπάρχει ἡμαρτημένος τύπος Ἰᾰ΄νων.

English (Autenrieth)

Ionians, Il. 13.685†.