μυλήφατος

Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ον, (θείνω)

   A bruised in a mill, εἴκοσι . . μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Od. 2.355, cf. A.R.1.1073, Lyc.578.

German (Pape)

[Seite 217] (φάω, πέφαμαι), von der Mühle zermalmt, zermahlen; ἄλφιτον, Od. 2, 355; Ap. Rh. 1, 1073; vgl. Plut. Qu. Rom. 109.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλήφᾰτος: -ον, (φένω, πέφαμαι) μυλότριπτος, ἀληλεσμένος, εἴκοσι... μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Ὀδ. Β. 355, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1073, Λυκόφρ. 578.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
écrasé par la meule.
Étymologie: μύλη, πέφνειν.

English (Autenrieth)

(φένω): crushed in a mill, ground, Od. 2.355†.