πόρις
English (LSJ)
ιος, ἡ,πόρτις (q.v.),
A ἄγραυλοι πόριες Od.10.410, cf. E.Ba. 737, Arat.1120; of a girl, E.Supp. 629 (lyr.), Lyc.184, etc. (Cf.Lat. pario, Lith.periu\ 'hatch'.)
German (Pape)
[Seite 683] ἡ, = πόρτις; Od. 10, 410; Eur. Suppl. 629 Bacch. 736; Arat. 1120.
Greek (Liddell-Scott)
πόρις: -ιος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πόρτις (ὃ ἴδε) ἄγραυλοι πόριες Ὀδ. Κ. 410· ὡσαύτως ἐν Εὐρ. Βάκχ. 737· ἐπὶ κορασίου Ἱκέτ. 628, Λυκόφρ. 184, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
c. πόρτις¹.
English (Autenrieth)
see πόρτις.