πεδαωριστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for ἵππος φρυαγματίας, μετεω- ριστής, Hsch. (fort.πεδαορ-). πεδεινός,
A v. πεδιεινός. πεδέπω, Aeol. = μεθέπω (q.v.). πεδέρχομαι, v. μετέρχομαι 111, IV. 5 : aor. imper. πέδελθε, = ἱκέτευσον, Id. ; subj. πεδέλθῃ, = ἱκετεύῃ, Id. (prob.). πέδευρα· ὕστερα (Lacon.), Id., and πέδευρον· ὕστερον, πάλιν, ὀπίσω (Lacon.), Id.