α, ον :de Lerne.Étymologie: Λέρνη.
Λερναῑος 1of Lerna a coastal district of Argolis. πλόον εἶπε Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς εὐθὺν ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν (ἀπὸ τοῦ Ἀργοῦς. Σ.) (O. 7.33)