κρατησιβίας
English (LSJ)
ὁ,
A = κραταίβιος, Pi.Fr.16.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτησιβίας: ὁ, ῥωμαλέος, Εὐστ. Πονημάτ. σ. 56, 18, ἴδε ἐν λέξ. κραταίβιος.
English (Slater)
κρατησιβίας
1victorious in strength. κρατησιβίαν χερσί fr. 16.
ὁ,
A = κραταίβιος, Pi.Fr.16.
κρᾰτησιβίας: ὁ, ῥωμαλέος, Εὐστ. Πονημάτ. σ. 56, 18, ἴδε ἐν λέξ. κραταίβιος.
κρατησιβίας
1victorious in strength. κρατησιβίαν χερσί fr. 16.