Πάριος

Revision as of 12:21, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Paros : Παρία λίθος THCR, λίθος Πάριος HDT marbre de Paros ; οἱ Πάριοι HDT les habitants de Paros.
Étymologie: Πάρος.

English (Slater)

Πᾰρῐος
   1Parian from the island of Paros. στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν (N. 4.81)