α, ον :de Paros : Παρία λίθος THCR, λίθος Πάριος HDT marbre de Paros ; οἱ Πάριοι HDT les habitants de Paros.Étymologie: Πάρος.
Πᾰρῐος 1Parian from the island of Paros. στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν (N. 4.81)