[ᾰ], εσσα, εν,= σκιόεις, Hdn.Gr.1.239: contr. σκιᾶς, ᾶντος, Id.2.618.
σκιάεις: εσσα, εν, = σκιόεις, Χοιροβοσκ. σ. 59. 35.
σκῐᾱεις (cf. σκιόεις.) 1shadowy χθονὸς ὀμφαλὸν παρὰ σκιάεντα (Housman: σκιόεντα Π.) (Pae. 6.17)