σκιόεις

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐόεις Medium diacritics: σκιόεις Low diacritics: σκιόεις Capitals: ΣΚΙΟΕΙΣ
Transliteration A: skióeis Transliteration B: skioeis Transliteration C: skioeis Beta Code: skio/eis

English (LSJ)

σκιόεσσα, σκιόεν (neut. σκιόειν metri gr., A.R.2.404):—
A shady, shadowy, οὔρεα, ὄρεα σ., shady, i.e. thickly wooded, mountains, Il.1.157, Od.7.268, Pi.P.9.34; μέγαρα σ. dark chambers, Od.1.365, 4.768; ὄρθρον ὑπὸ σκιόεντα the morning twilight, Tryph.236.
2 Act., νέφεα σ. overshadowing clouds, Il.5.525, Od.8.374, etc.
II unsubstantial, of a reflection in a mirror, and of the shadow on a sun-dial, τύπος AP6.20 (Jul.), 9.807; κέρδος ὀνείρου ib.11.366 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 899] σκιόεις, σκιόεσσα, σκιόεν, schattig, schattenreich; οὔρεα, Il. 1, 157, schattige, d. i. mit Wald dicht bewachsene Gebirge, wie Pind. P. 9, 34, μέγαρα, schattige, große u. tiefe Gemächer, Od. 1, 365; auch νέφεα, Schatten machende, verdunkelnde Wollen, Il. 5, 525. 12, 157 Od. 8, 374 u. öfter. Ein neutr. σκιόειν hat Ap. Rh. 2, 404.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
I. qui donne de l'ombre;
II. 1 sombre, obscur;
2 couvert d'ombrages, ombreux.
Étymologie: σκιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιόεις, σκιόεσσα, σκιόεν [σκιά] schaduwrijk, schaduw biedend:. οὔρεα bergen Il.   1.157; νέφεα wolken Il.   5.525.

Russian (Dvoretsky)

σκιόεις: σκιόεις, σκιόεσσα, σκιόεν
1 покрывающий тенью, наводящий тень (νέφεα Hom.);
2 тенистый, покрытый тенью (οὔρεα Hom.);
3 темный (μέγαρα Hom.);
4 теневой: σ. τόπος Anth. теневое изображение, силуэт.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: affording shade, shady; μέγαρα, shadowy halls, an epithet appropriate to a large apartment illuminated by flickering fire-lights.

English (Slater)

σκῐόεις (cf. σκιάεις.) shadowy “ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων” (P. 9.34)

Greek Monolingual

και σκιάεις, -εσσα, -εν, και τ. ουδ. σκιόειν, Α
1. σκιερός
2. σκοτεινός («μνηστῆρες δ' ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα», Ομ. Οδ.)
3. αυτός που ρίχνει σκιά πάνω σε κάτι, που καλύπτει κάτι με σκιά («τὴν ἕτερος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα», Ομ. Οδ.)
4. (για ανάκλαση σε κάτοπτρο) μη πραγματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + κατάλ. -όεις. Το ουδ. σκιόειν οφείλεται σε μετρικές ανάγκες].

Greek Monotonic

σκιόεις: σκιόεσσα, σκιόεν (σκιά),
I. 1. σκιερός, σκιώδης· οὔρεα σκιόεντα, δηλ. πυκνόφυτα, σε Όμηρ.· σκιόεντα μέγαρα, σκιερά δωμάτια, σε Ομήρ. Οδ.
2. Ενεργ., νέφεα σκιόεντα, σύννεφα που ρίχνουν τη σκιά τους, σε Όμηρ.
II. σκοτεινός, φασματικός, ανυπόστατος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σκιόεις: σκιόεσσα, σκιόεν (οὐδέτ. σκιόειν χάριν τοῦ μέτρου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 404)· ― ὡς τὸ σκιερός, σύσκιος, ἔχων σκιὰν πολλήν, οὔρεα, ὄρεα σκ., σύσκια, κατάσκια, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφιόδ-.) 236. 2) ἐνεργ., νέφεα σκ., σύννεφα ἐπισκιάζοντα, Ἰλ. Ε. 525, Ὀδ. Θ. 374, κτλ. ΙΙ. οὐχὶ πραγματικός, ἐπὶ ἀντανακλάσεως ἐν κατόπτρῳ, τύπος Ἀνθ. Π. 6. 20., 9. 807· κέρδος ὀνείρου αὐτόθι 11. 366. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκιερόν. μέλαν. βαθύ».

Middle Liddell

σκιόεις, σκιόεσσα, σκιόεν σκιά
I. shady, shadowy, οὔρεα σκιόεντα i. e. thickly wooded, Hom.; σκ. μέγαρα dark chambers, Od.
2. act., νέφεα σκ. overshadowing clouds, Hom.
II. shadowy, unsubstantial, Anth.

Translations

shady

Bulgarian: засенчен; Czech: stinný; English: shady, umbrageous; Finnish: varjoisa, varjoinen; French: ombragé; Friulian: ombrôs; Galician: sombrizo; German: schattig; Greek: σκιερός, σκιώδης; Ancient Greek: δάσκιος, ἐπηλύγαιος, ἐπίσκιος, κατάσκιος, σκιαδηφόρος, σκιαδοφόρος, σκιακός, σκιερός, σκιόεις, σκιώδης, σκοιός, σύσκιος, ὑπόσκιος; Irish: foscúil, scáthach; Italian: ombroso, ombreggiato; Kurdish Central Kurdish: سێبەردار; Latin: opacus; Old English: gesceadlīc, sceadiht; Ottoman Turkish: گولگه‌لو; Portuguese: sombroso, umbroso; Romanian: umbros; Serbo-Croatian: sjenovit; Spanish: umbroso; Turkish: gölgeli; Vietnamese: râm