πεκτέω
English (LSJ)
(πέκω)
A shear, clip, πεκτεῖν . . προβάτων πόκον Ar.Av.714 :—Pass., to be shorn, metaph., of persons, πεκτούμενος Id.Lys.685.
(πέκω)
A shear, clip, πεκτεῖν . . προβάτων πόκον Ar.Av.714 :—Pass., to be shorn, metaph., of persons, πεκτούμενος Id.Lys.685.