πεκτέω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
(πέκω) shear, clip, πεκτεῖν… προβάτων πόκον Ar.Av.714:—Pass., πεκτέομαι, πεκτοῦμαι to be shorn, metaph., of persons, πεκτούμενος Id.Lys.685.
German (Pape)
[Seite 547] = πέκω, kämmen, scheeren, πεκτεῖν πόκον προβάτων, Ar. Av. 714, u. pass., Lys. 685.
French (Bailly abrégé)
πεκτῶ :
c. πέκω.
Étymologie: *πεκτός de πέκω.
Greek Monotonic
πεκτέω: κουρεύω, ψαλιδίζω, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεκτέω [πέκω] scheren, overdr.. ποιήσω... βωστρεῖν σ’ ἐγὼ πεκτούμενον ik zal zorgen dat je het uitgilt als je klappen krijgt Aristoph. Lys. 685.
Russian (Dvoretsky)
πεκτέω: (= πέκω) стричь (προβάτων πόκον Arph.).