τύπανον
English (LSJ)
[ῠ], τό, (τύπτω)
A = τύμπανον (chiefly poet., also in Arist. Ath.45.1, Phld.Mus.p.49 K.), drum, h.Hom.14.3, A.Fr.57.10 (anap.), E.Hel.1347 (lyr.), Diog.Ath.1.3, AP6.165.5 (Phal.). [τυμπ- is read against the metre in E. l.c., A. l.c. codd.Str., Diog. l.c. codd. Ath.] II = τύμπανον 11, ὁ ἀπὸ τοῦ τ. nickname of one Lysimachus who at the last moment escaped execution, Arist. l. c.; ἄξιοί εἰσι τυχεῖν πάντες ἑνὸς τ. AP11.160 (Lucill.); τύπανα is metrically possible in Ar.Pl.476, and is required there by the alphabetical order in Suid., as is τύπανον in Hsch. III = crusta, Gloss. IV name of a street, BGU9 i 7 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1162] τό, seltnere poet. Form von τύμπανον; Hom. h. 13, 3; Aesch. frg. 51; sp. D., wie Lucill. 42 (XI, 166).
Greek (Liddell-Scott)
τύπᾰνον: [ῠ], τό, (τύπτω) ποιητ. τύπος ἀντὶ τύμπανον, Ὕμν. Ὁμ. 13. 3, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55. 10, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 888, Διογέν. Τραγικ. παρ’ Ἀθην. 636Α, καὶ Ἀνθ.· - οὕτω παρὰ τοῖς Λατ. ποιηταῖς t˘ypănum ἀντὶ tympanum, Näke Opusc. σ. 34 κἑξ., Sillig Catull. 63. 9. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 118.
French (Bailly abrégé)
c. τύμπανον.
English (Slater)
τῠπᾰνον
1tambourine σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων (Bury: τυμπάνων Π, κυμβάλων Strabo) Δ. 2. 9.