ον, Dor. for ὑπερήφανος (q. v.).
ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ὑπερήφανος, Πίνδ.
ὑπερᾱφᾰνος 1arrogant εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον (P. 2.28)