χειά

Revision as of 12:26, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

English (LSJ)

Ion. χειή, ἡ,

   A hole, esp. of serpents, Il.22.93,95, Plu.2.169e, Orph.L.473; ἥβαν οὐχ ὑπὸ χειᾷ δάμασεν he buried not his youth in a hole, Pi.I.8(7).77: pl., Schwyzer 194.5 (Crete).

German (Pape)

[Seite 1341] ἡ, ion. u. ep. χειή, Loch, Höhle, Schlupfwinkel, bes. der Schlangen und Drachen; Il. 22, 93. 95; Pind. I. 7, 70. S. χέεια.

Greek (Liddell-Scott)

χειά: Ἰωνικ. χειή, ἡ, ὀπή, μάλιστα ὄφεων, Ἰλ. Χ. 93, 95, Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 169Ε· ἥβαν ὑπὸ χειᾷ οὐκ ἐδάμασε, δὲν ἔθαψε τὴν νεότητά του ἐντὸς ὀπῆς, Πινδ. 1. 8 (7) ἐν τέλ. (Ἐκ τῆς √ΧΑ, ἴδε τὸ ῥῆμα χάσκω).

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
trou où se cachent les serpents.
Étymologie: R. Χα, être béant ; v. χάσκω.

English (Slater)

χειά
   1 hole ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν (Tricl.: χόα vel χεία πω cod., at fort. magis corruptus locus) (I. 8.70)