προφάτας, Dor. for προφητ-.
προφᾱτεύω: προφάτης, Δωρ. ἀντὶ προφητ-.
προφᾱτεύω 1 act as a prophet μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ' ἐγώ (cf. Πα. 6. 6) fr. 150.