πᾳ 1 somehow ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν (byz.: πα, πᾶ codd.: καὶ Schr.) (O. 3.38) [εἰρήσεταί πᾳ κἀν βραχίστοις (Tricl.: πα κ' ἐν, που κἐν codd.: που κἀν Heyne) (I. 6.59)] [οὔ πα φυκτόν (v. l., Theon: παρφυκτόν codd. vulgo) (P. 12.30)]