ον,
A much-revered, ib.26.6, Porph.Chr.78.
[Seite 673] viel od. hoch verehrt, Orph.. 25, 6.
πολύσεπτος: -ον, λίαν σεβαστός, Ὀρφ. Ὕμν. 25. 6.
πολύσεπτος 1 greatly revered] μοσω πολυσεπτ [Πα. 12. a. 7.