κώπα

Revision as of 12:34, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

English (Slater)

κώπα
   1 oar κάρυξε δ' αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαισι (P. 4.201) κώπαν σχάσον, ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονί (met., ἐπιτιμᾷ ἑαυτῷ ὁ Πίνδαρος ὡς πολλῇ χρησαμένῳ τῇ παρεκβάσει. Σ.) (P. 10.51)

English (Slater)

κώπα
   1 oar κάρυξε δ' αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαισι (P. 4.201) κώπαν σχάσον, ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονί (met., ἐπιτιμᾷ ἑαυτῷ ὁ Πίνδαρος ὡς πολλῇ χρησαμένῳ τῇ παρεκβάσει. Σ.) (P. 10.51)