ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
SourceEnglish (Slater)
κώπα oar κάρυξε δ' αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαισι (P. 4.201) κώπαν σχάσον, ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονί (met., ἐπιτιμᾷ ἑαυτῷ ὁ Πίνδαρος ὡς πολλῇ χρησαμένῳ τῇ παρεκβάσει. Σ.) (P. 10.51)
Russian (Dvoretsky)
κώπᾱ: ἡ дор. = κώπη.