κυπάρισσος

Revision as of 12:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

English (LSJ)

Att. κυπάριττος, ἡ,

   A cypress, Cupressus sempervirens, εὐώδης Od.5.64, cf. Hdt. 4.75, Hermipp.63.14, Phld.Mort.38, Dsc.1.74, Arr.An.7.19.4; ἐλαφρά Pi.Fr.154; ῥαδινά Theoc.11.45; ἄρρην καὶ θήλεια Thphr.HP1.8.2.    II cypress-wood as timber, SIG251 Hii 9 (Delph., iv B.C.), IG42(1).102.26 (Epid., iv B.C.), 22.1672.191.

German (Pape)

[Seite 1534] ἡ, att. κυπάριττος, die Cypresse, cupressus sempervirens; εὐώδης Od. 5, 64; Her. 4, 75; Hermipp. bei Ath. I, 27 f u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κῠπάρισσος: Ἀττ.-ιττος, ἡ, «κυπαρίσσι», Cypressus sempervirens, εὐώδης Ὀδ. Ε. 64, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 75· ἐλαφρὰ Πινδ. Ἀποσπ. 126· ῥαδινὰ Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 11. 45· ἄρρην καὶ θήλεια Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, κτλ.· ― ἐχρησίμευεν εἰς τὴν ξυλουργίαν ἐν Ἑλλάδι, ὡς καὶ νῦν, ἴδε κυπαρίσσινος.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
att. κυπάριττος;
cyprès, arbre.
Étymologie: DELG t. médit. d’origine inconnue, myc. ku-pa-ri-se-ja.

English (Autenrieth)

cypress, evergreen, Od. 5.64†.

English (Slater)

κῠπᾰρισσος (ἡ)
   1 cypress wood “ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον” (τὴν Κρήτην. Σ.) (Pae. 4.50)

English (Slater)

κῠπᾰρισσος (ἡ)
   1 cypress wood “ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον” (τὴν Κρήτην. Σ.) (Pae. 4.50)