συμπρέπω

Revision as of 12:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

English (LSJ)

   A befit, beseem, βοὰ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει Pi.N.3.67, cf. Plu.Phil.11, Aristaenet.1.12.

German (Pape)

[Seite 990] schicklich übereinstimmen; Plut. Philop. 11; Aristaenet. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρέπω: ἐμπρέπω, ἁρμόζω, βοὰ δὲ νικηφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει, «ἡ βοὴ τοῦ ὕμνου συμπρέπει τῷ νικηφόρῳ Ἀριστοκλείδᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 3. 119, πρβλ. Πλουτ. Φιλοπ. 11· σχῆμα συμπρέπων τῇ σωφροσύνῃ Ἀρισταίν. 1. 12.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s’accorder avec, τινι.
Étymologie: σύν, πρέπω.

English (Slater)

συμπρέπω
   1 befit βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67)

English (Slater)

συμπρέπω
   1 befit βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67)