[Seite 1122] ονος, dor. = τλήμων, w. m. s.
τλάμων: Δωρ. ἀντὶ τλήμων, Πίνδ., Τραγ.
dor. c. τλήμων.
τλᾱμων 1 enduring τλάμονι ψυχᾷ παρέμειν (P. 1.48)