Αἰτωλός

Revision as of 13:58, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
d’Étolie, étolien.
Étymologie: DELG -.

English (Autenrieth)

Aetolian.

English (Slater)

Αἰτωλός
   1 Aetolian ἀτρεκὴς Ἑλλανοδίκας Αἰτωλὸς ἀνὴρ (Αἰτωλὸς ἀντὶ τοῦ Ἠλεῖος. Σ.) (O. 3.12) m. pl. as subs., ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί (sc. ἀνυμνοῦνται.) (I. 5.30) test., v. fr. 249a.

English (Slater)

Αἰτωλός
   1 Aetolian ἀτρεκὴς Ἑλλανοδίκας Αἰτωλὸς ἀνὴρ (Αἰτωλὸς ἀντὶ τοῦ Ἠλεῖος. Σ.) (O. 3.12) m. pl. as subs., ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί (sc. ἀνυμνοῦνται.) (I. 5.30) test., v. fr. 249a.