ἀνίκατος
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἀνίκητος.
English (Slater)
ᾰνῑκᾱτος, -ον
1 unconquerable, with hypallage “βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον” (P. 4.91)
English (Slater)
ᾰνῑκᾱτος, -ον
1 unconquerable, with hypallage “βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον” (P. 4.91)