Ἐλικωνιάς
English (Slater)
Ἐλῐκωνιάς pl.
1 those that dwell on Helikon i. e. Muses. εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων (I. 2.34) ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 19.
English (Slater)
Ἐλῐκωνιάς pl.
1 those that dwell on Helikon i. e. Muses. εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων (I. 2.34) ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 19.