Dor. for ἀντήεις.
[Seite 243] dor. für ἀντήεις, Pind. P. 9, 96, feindselig.
ἀντάεις: Δωρ. ἀντὶ ἀντήεις.
άεσσα, ᾶεν;hostile, ennemi.Étymologie: ἄντα.