ου, ὁ,
A heavy-sounding, πορθμὸς Ἀχέροντος Pi.Fr.143.2.
[Seite 433] πορθμὸς Ἀχέροντος Pind. frg. 107, stark schreiend, tosend.
βᾰρῠβόας: -ου, ὁ. ὁ βαρέως, ἰσχυρῶς βοῶν, βαρύηχος, βαρυβόαν πορθμόν...Ἀχέροντος Πίνδ. Ἀποσπ. 107. 2.