ἐφᾱμέριος, Dor. for ἐφημ-.
[Seite 1112] dor. = ἐφήμερος.
ἐφάμερος: ἐφᾱμέριος, Δωρ. ἀντὶ ἐφήμερος, ἐφημέριος.