ἐφάμερος

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφάμερος Medium diacritics: ἐφάμερος Low diacritics: εφάμερος Capitals: ΕΦΑΜΕΡΟΣ
Transliteration A: ephámeros Transliteration B: ephameros Transliteration C: efameros Beta Code: e)fa/meros

English (LSJ)

ἐφαμέριος, Dor. for ἐφημ-.

German (Pape)

[Seite 1112] dor. = ἐφήμερος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφάμερος: ἐφᾱμέριος, Δωρ. ἀντὶ ἐφήμερος, ἐφημέριος.

English (Slater)

ἐφᾱμερος, -ιος; ἐπᾱμερος, -ιος (v. Forssman, 11ff., Fränkel, W & F, 23ff.)
   a adj.
   I by day καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (N. 6.6)
   II daily, i. e. of the day, day by day τερπνὸν ἐφάμερον διώκων (I. 7.40)
   b subs., creature of a day, mortal ἐπάμεροι (sc. εἰσὶν ἄνθρωποι) (P. 8.95) ὦ τάλας ἐφάμερε (Hermann: ἐφήμερε codd.: Silenos speaks to Olympos) fr. 157. ὦ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182.

Greek Monolingual

ἐφάμερος, -ον (Α)
δωρ. τ., βλ. ἐφήμερος.

Greek Monotonic

ἐφάμερος: ἐφ-ᾱμέριος, Δωρ. αντί ἐφ-ήμ-.