Αἰτωλός
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
d’Étolie, étolien.
Étymologie: DELG -.
English (Autenrieth)
Aetolian.
English (Slater)
Αἰτωλός
1 Aetolian ἀτρεκὴς Ἑλλανοδίκας Αἰτωλὸς ἀνὴρ (Αἰτωλὸς ἀντὶ τοῦ Ἠλεῖος. Σ.) (O. 3.12) m. pl. as subs., ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί (sc. ἀνυμνοῦνται.) (I. 5.30) test., v. fr. 249a.