ἐλάτειρα
English (LSJ)
[ᾰ], fem. of ἐλατήρ, ἵππων ἐ., of Artemis, Pi.Fr.89;
A βοῶν ἐ. Σελήνη Nonn.D.1.331.
German (Pape)
[Seite 790] ἡ, Treiberinn, Lenkerinn; ἵππων Pind. frg. 59; Nonn. D. 11, 186.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάτειρα: θηλ. τοῦ ἐλατήρ, ἵππων ἐλ., ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, τί κάλλιον …, θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; Πινδ. Ἀποσπ. 59˙ διώκτρια, ἀπελαστική, τοῦ ψεύδους ἐλάτειραν Ἰω. Δαμασκ. τ. 1. σ. 4Ε.
English (Slater)
ἐλᾰτειρα f. subs.,
1 driver τὶ κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; i. e. Artemis fr. 89a. 3.