ἐλατήρ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
ἐλατῆρος, ὁ, (ἐλαύνω)
A driver, especially of horses, charioteer, Il.4.145, 11.702, Alc.Supp.8.14, etc.; ἵππων ἐ. A.Pers.32 (anap.); ἐ. βροντᾶς hurler of thunder, Pi.O.4.1; ἐ. λύρας striker of the lyre, AP7.18 (Antip. Thess.).
2 rower, Luc.Am.6, Nonn. D. 39.306.
II one that drives away, Call.Jov.3, Opp.C.1.119; [μυὼψ] βοῶν ἐ. Coluth.43.
III a broad, flat cake (ἀπὸ τοῦ ἐληλάσθαι εἰς μέγεθος, Hsch.), Ar.Ach.246, Eq.1183, Callias Com.21, IG2.841b7, SIG1026.9 (Cos).
IV hoopstick, Antyll. ap. Orib.6.26.4.
Spanish (DGE)
(ἐλᾰτήρ) -ῆρος
I que aparta, que aleja νεφέων ἐ. de la primavera, Opp.C.1.119, βοῶν ἐ. del tábano, Colluth.43, εἰδώλων ἐ. θεός de Cristo IEphesos 1351.3 (IV/V d.C.).
II subst. ὁ ἐ. de pers. y dioses
1 conductor de carros, auriga θ' ἵππῳ ἐλατῆρί τε κῦδος Il.4.145, cf. 11.702, fig. ἐ. ὑπέρτατε βροντᾶς auriga supremo del trueno ref. Zeus, Pi.O.4.1, ref. al jinete ἵππων τ' ἐ. A.Pers.32, cf. Alc.42.14
•como epít. de Posidón SEG 50.441 (Arcadia VI a.C.)
•náut. remero ῥοθίῳ τῷ τῶν ἐλατήρων ... ἀπὸ τῆς γῆς ἀναχθέντες Luc.Am.6, cf. Nonn.D.39.306.
2 el que aleja, el que pone en fuga epít. de Asclepio νούσων παθέων τε ἐ. IUrb.Rom.103 (II d.C.), de Zeus Πηλαγόνων ἐ. Call.Iou.3.
3 tañedor λύρης ἐ. de Alcmán AP 7.18 (Antip.Thess.).
III subst. ὁ ἐ. gastron., un tipo de torta o pastel de harina, ancho y aplanado σ' ἐκέλευε τουτουὶ φαγεῖν ἐλατῆρος Ar.Eq.1182, cf. Ach.246, Call.Com.26, Rhinth.3.1, ἐ. ἐξ ἡμιέκτου [σπ] υρῶν SIG 1026.9 (Cos IV/III a.C.), ἐ. χοινικιαῖος IG 22.1237.7 (IV a.C.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 790] ῆρος, ὁ, 1) der Treiber, bes. Rossetreiber, Wagenlenker, Il. 4, 145 u. öfter; ἵππων Aesch. Pers. 32; Ar. Equ. 1263; auch μύωψ, βοῶν ἐλ., Coluth. 43; Ruderer, Luc. Amor. 6; Nonn. D. 39, 206; βροντᾶς, Blitzeschleuderer, Pind. Ol. 4, 1; λύρης ἐλ., der die Lyra schlägt, heißt Alkman bei Antp. Th. 56 (VII, 18). – Vertreiber, νεφέων Opp. C. 1, 119; vgl. Callim. Iov. 3. – 2) ein langes Brot, ein langer Kuchen, Ar. Equ. 1178 Ach. 234; Calli. Ath. II, 57 a; nach den alten Erkl. παρὰ τὸ ταῖς χερσὶν ἐλαύνεσθαι εἰς πλάτος, vielleicht von der Gestalt.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
conducteur : ἵππων ESCHL de chevaux ; abs. conducteur d'un char.
Étymologie: ἐλάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰτήρ: ῆρος ὁ продолговатая лепешка Arph.
ῆρος ὁ
1 погонщик (βοῶν HH);
2 (тж. ἵππων ἐ. Aesch.) возница (ἐλατῆρες ἕστασαν ἐν δίφροισι Hom.);
3 гребец (τὸ τῶν ἐλατήρων ῥόθιον Luc.);
4 метатель (ἐ. βροντας Ζεύς Pind.);
5 бряцатель: λύρης ἐ. Anth. играющий на лире, музыкант.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰτήρ: ῆρος, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἐλαύνων, κυρίως δὲ ἵππους, ἁρματηλάτης, κόσμος θ’ ἵππῳ ἐλατῆρί τε κῦδος Ἰλ. Δ. 145., Λ. 702, κτλ.·ϏϏ ἵππων ἐλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 32˙ ἐλ. βροντῆς, ὁ ἐξακοντίζων τὴν βροντήν, Πινδ. Ο. 4. 1˙ ἐλ. λύρας, ὁ κρούων τὴν λύραν, Ἀνθ. Π. 7. 18. ΙΙ. ὁ ἀποδιώκων, Καλλ. εἰς Δία 3, Ὀππ. Κυν. 1. 119. ΙΙΙ. «πλακουντῶδες πέμμα πλατύ˙ ἔνθεν καὶ ἡ ἐπωνυμία παρὰ τὸ ταῖς χερσὶν ἐλαύνεσθαι εἰς πλάτος, ἢ ἄρτος πλατύς, ἐν ᾧ τὸ ἔτνος ἐτίθεσαν, καὶ προσῆγον τοῖς βωμοῖς» (Σουΐδ.)˙ ὦ μῆτερ, ἀνάδος δεῦρο τὴν ἐτνήρυσιν, ἵν’ ἔτνος καταχέω τοὐλατῆρος τουτουὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 246, Ἱπ. 1183, Καλλίας ἐν Ἀδήλ. 2, Ἐπιγρ. τῆς Κῶ 36378.
English (Autenrieth)
ῆρος (ἐλάω): driver, charioteer. (Il.)
English (Slater)
ἐλᾰτήρ driver ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ (O. 4.1)
Greek Monolingual
και ελατήρας, ο (AM ἐλατήρ, ο
θηλ. ἐλάτειρα, η)
μυς που κινεί φτερά ή μέλη σώματος
νεοελλ.
1. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών ελατηριδών
2. πληθ. οι ελατήρες
ειδικοί σωληνίσκοι ωρισμένων φυτών με τους οποίους εκσφενδονίζονται μακριά τα ώριμα σπέρματα
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που κυνηγά ή καταδιώκει κάποιον
2. ως ουσ. α) αρματηλάτης, ηνίοχος
β) κωπηλάτης
γ) είδος γλυκού που προσφερόταν στους βωμούς τών θεών.
Greek Monotonic
ἐλᾰτήρ: -ῆρος, ὁ (ἐλάω, ἐλαύνω),
I. οδηγός αλόγων, αρματηλάτης, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
II. είδος πίτας, ψωμί με πλατύ σχήμα, φραντζόλα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἐλᾰτήρ, ῆρος, ἐλάω, ἐλαύνω
I. a driver of horses, a charioteer, Il., Aesch.
II. a sort of broad, flat cake, Ar.
Translations
rower
Azerbaijani: avarçı, avarçəkən, kürəkçi; Bulgarian: гребец; Catalan: remador, remer; Chinese Mandarin: 划手; Czech: veslař; Esperanto: remisto sg; Finnish: soutaja; French: rameur; Galician: remador, remeiro; Georgian: მენიჩბე; German: Ruderer; Greek: κωπηλάτης; Ancient Greek: ἐλατήρ, ἐπίκωπος, ἐρέτης, κωπηλάτης, νεηλάτης, πρόπολος, πρόσκωπος, ὑπηρέτας, ὑπηρέτης; Hebrew: חוֹתֵר, מְשׁוֹטָאי; Hungarian: evezős; Irish: iomróir; Italian: rematore, rematrice; Latin: remex; Maori: kaihoe; Norwegian Bokmål: roer; Old English: rōwend; Ottoman Turkish: كوركجی; Polish: wioślarz, wioślarka, bębniarz; Portuguese: remador, remeiro; Romanian: vâslaș, vâslitor, canotor; Russian: гребец; Spanish: remero, remador, boga, bogador; Tagalog: manggagaod; Turkish: kürekçi