ἡ,
A v. εὐμένεια.
[Seite 1080] ἡ, p. = εὐμένεια, Pind. P. 12, a.
εὐμενία: ἡ, ποιητ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ εὐμένεια, Πινδ. Π. 12. 8.
εὐμενία 1 good will ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ (P. 12.4)