εὐμένεια
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
ἡ, poet. εὐμενία Pi.P.12.4:—
A goodwill, favour, ἡμῖν… παρὰ τῶν θεῶν… εὐ. εἴη Hdt.2.45, cf. S.OC631, E.Hel.313, X.Ap.7, Pl. Smp.197d, etc.; ἡ πρὸς τὸ θεῖον εὐμένεια = the favour of the gods (v. πρός) Th.5.105; ἡ συναντωμένη τισὶν εὐμένεια παρὰ τοῦ δαιμονίου SIG601.14 (Teos, ii B.C.); ἐπ' εὐμενείᾳ = to gain favour, Luc.Tox.1; σὺν εὐμενίᾳ = kindly, Pi.l.c.
II of smell, pleasantness, Thphr.CP6.14.12.
German (Pape)
[Seite 1080] ἡ, p. εὐμενία, Pind. P. 12, 4, ion. εὐμενέη, l. d. bei Her., das Wesen u. Benehmen eines εὐμενής, Wohlwollen, Freundlichkeit; εὐμένεια εἴη παρὰ τῶν θεῶν ἡμῖν εἰποῦσι Her. 2, 45, d. i. mögen sie uns gnädig sein; vgl. Xen. Apol. 7; ἐπ' εὐμενείᾳ θύειν, damit er gnädig sei, Luc. Tor. 1; – von Menschen, Soph. O. C. 637 Eur. Hel. 313; φιλόδωρος εὐμενείας Plat. Conv. 197 b; S0.; εὐμ. πρὸς τὸ θεῖον, Ergebenheit, Thuc. 5, 105; σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα Pind. a. a. O., nimm huldreich auf, – Auch vom Geruch, Lieblichkeit, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bienveillance, bonté : εὐμένεια πρὸς τὸ θεῖον THC la faveur des dieux ; ἐπ' εὐμενείᾳ LUC pour gagner la faveur des dieux.
Étymologie: εὐμενής.
Russian (Dvoretsky)
εὐμένεια: ἡ
1 благоволение, благосклонность, милость (παρὰ τῶν θεῶν Her.; ἀνδρὸς τοιοῦδε Soph.): ἐπ᾽ εὐμενείᾳ Luc. чтобы заслужить милость (богов);
2 преданность (πρὸς τὸ θεῖον Thuc.; πρὸς τὸν βασιλέα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμένεια: ἡ, ποιητ. εὐμενία, Πινδ. Π. 12. 8: ― ὁ χαρακτὴρ ἢ ὁ τρόπος τοῦ εὐμενοῦς, καλὴ διάθεσις πρός τινα, εὔνοια, χάρις, ἡμῖν… παρὰ τῶν θεῶν… εὐμένεια εἴη Ἡρόδ. 2. 45, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 631, Εὐρ. Ἑλ. 313, Ξεν. Ἀπολ. 7· εὐμ. πρὸς τὸ θεῖον Θουκ. 5. 105· ἐπ’ εὐμενίᾳ, ὅπως κερδήσῃ τις τὴν εὔνοιαν τῶν θεῶν, Λουκ. Τόξ. 1· σὺν εὐμενίᾳ, εὐμενῶς, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐπὶ ὀσμῆς, ἡδύτης, τὸ εὐάρεστον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 12.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐμένεια, Α ποιητ. τ. εὐμενία) ευμενής
ευνοϊκή, αγαθή διάθεση, καλή πρόθεση, εύνοια («φιλόδωρος εὐμενείας, ἄδωρος δυσμενείας», Πλατ.)
αρχ.
1. ευσέβεια (ἡ πρὸς τὸ θεῖον εὐμένεια», Θουκ.)
2. (για οσμή) γλυκύτητα, ευαρέσκεια
3. φρ. α) «ἐπ' εὐμενείᾳ» — για να κερδίσει κάποιος την εύνοια
β) «σὺν εὐμενείᾳ» — ευμενώς, ευνοϊκά.
Greek Monotonic
εὐμένεια: ἡ, ποιητ. -ία (εὐμενής), ο χαρακτήρας, ο τρόπος του εὐμενοῦς, καλή διάθεση, εύνοια, χάρη, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
εὐμένεια, ἡ, εὐμενής
the character of the εὐμενής, goodwill, favour, grace, Hdt., Soph., etc.
English (Woodhouse)
favor, favour, good-will, good will