εὐάνωρ
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, Dor. for εὐήνωρ. εὐαξής,
A v. εὐαυξής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάνωρ: ᾱ, ορος, ὁ, ἡ, Δωρ. ἀντὶ εὐήνωρ.
English (Slater)
εὐᾱνωρ
1 with noble men ἐν εὐάνορι Πέλοπος ἀποικίᾳ (O. 1.24) Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ (O. 6.80) μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (O. 10.99) Ἀχάρναι δὲ παλαίφατον εὐάνορες (N. 2.17) Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν (N. 10.36)