κρόκα

Revision as of 14:41, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

English (LSJ)

heterocl. acc. sg. of κρόκη.

Greek (Liddell-Scott)

κρόκα: ἑτερόκλ. ἑνικ. αἰτ. τοῦ κρόκη.

English (Slater)

κρόκα
   1 wool ἐκ δὲ Πελλάνας ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις (sc. ἀπέβαν· τίθεται δὲ παχέα ἱμάτια ἐν Πελλήνῃ ἄγναφα. Σ, i. e. as prizes in the games) (N. 10.44) ]δε πορφυρέᾳ σὺν κρόκ[ᾳ (supp. Zuntz) Πα. 13a. 19.