ὀδῠνᾱρός: Δωρ. ἀντὶ ὀδυνηρός.
ὀδῠνᾱρός, ὀδυνηρός 1 painful ἕλκος ὀδυναρὸν acc. (P. 2.91) πρὶν ὀδυνηρᾰ γήραος ς[ μ]ολεῖν (ς[ταθμὰ Wil.: ς[χεδὸν G-H: ὀδυναρὰ coni. Schr., v. Forssman, 149ff.) (Pae. 1.1)